ἐπίπεδος

ἐπίπεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene; ἀριϑμός, Quadratzahl

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπίπεδος — on the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • επίπεδος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος. 2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή. 3. που έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπεδώτερον — ἐπίπεδος on the ground masc acc comp sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπεδος on the ground adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδως — ἐπίπεδος on the ground adverbial ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπεδεστέρῳ — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδωτέροις — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδέστερα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδοιν — ἐπίπεδος on the ground masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”