ἐπίπεδος — on the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος. 2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή. 3. που έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπεδώτερον — ἐπίπεδος on the ground masc acc comp sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπεδος on the ground adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέδως — ἐπίπεδος on the ground adverbial ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη … Dictionary of Greek
ἐπιπεδεστέρῳ — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπεδωτέροις — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπεδέστερα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέδοιν — ἐπίπεδος on the ground masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)